Παρασκευή 3 Απριλίου 2020

... ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΑΤΑΚΙΑ ΜΕΙΝΑΝ ΕΞΩ ΤΟΥ ΝΥΜΦΩΝΟΣ 3


... έτσι λοιπόν, παιδάκια μου. Πού είχαμε μείνει; Α, ναί... θυμήθηκα. Είχαμε αφήσει τα προβατάκια κλεισμένα στο μαντρί, σε ομαδούλες όλα. Όχι, δεν γκρινιάζαν μεταξύ τους. Δεν διχογνωμούσαν, δεν ήταν διχασμένα, όπως κάποιοι θα νόμιζαν. Ακόμα και αυτά, τα άτακτα προβατάκια, τα συμπαθούσαν. Τα παραδεχόντουσαν μέσα τους, και ας τα ζήλευαν λιγάκι για το αταπείνωτό τους φρόνημα. Αυτή η ομάδα, των ατάκτων όπως την λέγαν, πολλές φορές τα είχε σώσει από τις πονηριές των λύκων, εκεί έξω στα λιβάδια. Είχαν τα πιο γρήγορα αντανακλαστικά και όταν παίρναν μυρωδιά τους προβατόσχημους λύκους...τότε γινόταν πανηγύρι. Μα, ας τα αφήσουμε τώρα αυτά. Θα σας τα πω άλλη φορά τα κατορθώματά τους. Έτσι λοιπόν, όλα τα προβατάκια ήταν ενωμένα και αλληλοσεβόμενα, με το δικό του χαρακτήρα το καθένα, όπως τα βόλευε μέσα του. Είχαν όλα ένα κοινό σκοπό. Την έξοδο στα λιβάδια.  
Ας πάμε να δούμε τι γίνεται έξω από το μαντρί. Εκεί, παιδάκια μου, τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά. Θα σας τα πω, όπως ακριβώς είναι, αλλά μη φοβηθείτε. Θα θυμάστε πάντα ότι ο Αρχιποιμένας ακόμα δεν έχει έρθει. Αυτός θα τα διορθώσει όλα τόσο ωραία και γρήγορα, που δεν το φαντάζεστε.
Αρκετά πιο πέρα, λοιπόν, στην αρχή του δάσους στέκονταν αυτοί που σας είπα, οι προβατόσχημοι λύκοι. Είχαν μαύρο γυαλιστερό τρίχωμα, κόκκινα φλογισμένα μάτια, πεταχτά αυτιά και το χαρακτηριστικό τους ήταν, ότι από το στόμα τους και ανάμεσα από τα μυτερά δόντια τους, πάντα κρεμόντουσαν, με μια ρυθμική κίνηση πάνω - κάτω, τα βρωμερά σάλια τους. Βέβαια, ποτέ δεν είχαν καταφέρει να πιάσουν το θήραμά τους. Έτσι, οι καημένοι, επιβίωναν μόνο γλείφοντας αυτά τα ίδια τους τα σάλια. Μάλιστα, δυο-τρείς από αυτούς, τώρα που μιλάμε, είχαν κουρνιάξει σιγοβογγώντας, πίσω από τους πυκνούς θάμνους. Τους είχαν βρει κάτι πετριές από τα τσοπανόπουλα. Εκεί που παράβγαιναν στο σημάδι, τα καλά μας τσοπανόπουλα, να! μια πέτρα βρήκε στόχο στο μεσόφρυδο ενός από τους καυχησιάρηδες λύκους, που είχαν πλησιάσει απερίσκεπτα τον ξυλοφράχτη. Και κάνα δύο ακόμη ανόητοι, που την είχαν φάει στην ραχοκοκκαλιά τους, και μιξοκλαίγονταν. Τι το θελαν να περιπαίξουν και να ειρωνευθούν τα κλεισμένα προβατάκια; Τις φάγανε τις αγριομουσουδίτσες τους. Πάλι νηστικά θα' μέναν. Πόσο θα ήθελαν τα προβατάκια να μαλώναν. Μα πόσο... Κάποιο θα πεταγόταν απ' έξω πάνω στα μπουνίδια και τις κλωτσιές και τότε....ω!!! τότε... θα κάναν Πάσχα! 
- Μπαμπά, τί κάναν οι βοσκοί; Πως άντεχαν μακριά από τα προβατάκια τους;
- Αυτό παιδί μου, είναι η πιο θλιβερή ιστορία, μα θα την πούμε άλλη μέρα. Τώρα νανάκια, τα καλά μου παιδάκια. Και ότι σας είπα ο Αρχιποιμένας θα έρθει, μα λίγο αργότερα. Θαρσείτε...

παπα-Παύλος Καλλίκας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου